Ο ΜακΛιν δείχνει σιγά σιγά, παιχνίδι με το παιχνίδι το πόσο σημαντική ενίσχυση είναι για τον Ολυμπιακό στη θέση “5” για μία ακόμη φορά!
Πάμε λοιπόν να δούμε τον… θαυμαστό κόσμο των σέντερ του Ολυμπιακού. Εκεί όπου κάθε κάρφωμα μετά από pick-n-roll, απαξιώνει ένα -καφενειακό- σχόλιο “μα δεν έχουμε έναν σέντερ που να παίζει με πλάτη στο καλάθι”. Καλώς ήρθατε στον κόσμο του Κάιλ Χάινς, του Μπράιαν Ντάνστον, του Οθέλο Χάντερ, του Κέμ Μπίρτς και πλέον του Τζαμέλ ΜακΛίν.
Από το 2012 όταν και καθιερώθηκαν οι λεγόμενοι mobile centers τείνει να εξελιχθεί σε μοτίβο. Δικαιολογημένα μάλιστα, καθώς αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός. Οι “ερυθρόλευκοι” κάθε δύο χρόνια (συνήθως) βγαίνουν στην αγορά για να βρουν το επόμενο “5άρι” που θα ταιριάζει στην περιγραφή: “αθλητικός σέντερ, να ρολάρει γρήγορα μετά το pick και να έχει γρήγορα πόδια στην άμυνα”. Στην αγγελία ουδέποτε γινόταν αναφορά για “post-up παιχνίδι” ή “ένας-εναντίον-ενός”.
Η αρχή είχε γίνει για τον Ολυμπιακό με τον Κάιλ Χάινς. Η συνέχεια με τον Μπράιαν Ντάνστον και τον Οθέλο Χάντερ. Κοινός παρανομαστής; Και οι τρεις υπέγραψαν συμβόλαιο 1+1 (με δικαίωμα αποδέσμευσης της ομάδας) και μετά την ολοκλήρωση της διετίας έκαναν καλύτερο συμβόλαιο σε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα Ενδιάμεσα ο Ολυμπιακός είχε επιχειρήσει να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το αθλητικό στοιχείο στο “5”, χωρίς όμως να τα καταφέρει, καθώς οι παίκτες που αποκτήθηκαν ως συμπληρώματα δεν αποδείχτηκαν του ίδιου επιπέδου (Πάουελ, Σίμονς, Ουόρικ, Τζέιμς).
Ας δούμε όμως τώρα πως αυτοί που ξεχώρισαν από τους παραπάνω καταξιώθηκε μέσω του Ολυμπιακού.
Κάιλ Χάινς, Μπράιαν Ντάνστον, Οθέλο Χάντερ. Άρπαξαν την ευκαιρία που τους έδωσε ο Ολυμπιακός και την εξαργύρωσαν με ένα πολύ καλό συμβόλαιο στις πλουσιότερες ομάδες της Euroleague. Ο Κάιλ Χάινς για παράδειγμα ήρθε ως το undersized 5άρι με τη μια μόλις σεζόν εμπειρίας στην Euroleague (Μπάμπεργκ). Έφυγε μετά από δύο χρόνια με ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο για την ΤΣΣΚΑ, το οποίο ανανεώθηκε προσφάτως.
Η περίπτωση του Μπράιαν Ντάνστον επίσης μοιάζει μ’ αυτή του Χάινς. Με την έννοια ότι προερχόταν από ένα μικρό κολέγιο (Φόρνταμ) και αντιμετωπίστηκε με καχυποψία την εποχή που τον επέλεξε ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Είχε προηγηθεί το σύντομο (και ανεπιτυχές) πέρασμα του από τον Άρη, η εμπειρία της Ιαπωνίας, του Ισραήλ και το “restart” στην Ιταλία, όπου είχε κάνει εξαιρετικές εμφανίσεις με τη Βαρέζε (14.2 πόντοι, 7.5 ριμπάουντ). Ο κόσμος παρόλα αυτά ήταν προβληματισμένος για τον “διάδοχο του Χάινς”. Τελικά κατάφερε την πρώτη του χρονιά να παίξει σε υψηλό επίπεδο και να ολοκληρώσει τη θητεία του στον Ολυμπιακό κερδίζοντας δύο φορές τον τίτλο του “αμυντικού της χρονιάς”. Έφυγε από το Λιμάνι για την Εφές, αυξάνοντας κατά πολύ τις αποδοχές του.
Αντίστοιχη περίπτωση και ο Οθέλο Χάντερ. Και αυτός είχε κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το ελληνικό πρωτάθλημα (Ηλυσιακό), αν και η βασική διαφορά είναι ότι αφενός προερχόταν από ένα καλύτερο κολεγιακό πρόγραμμα (Οχάιο Στέιτ) και αφετέρου είχε γράψει περισσότερα χιλιόμετρα σε λίγκες υψηλού ανταγωνισμού (ΝΒΑ, Ιταλία, Ισπανία, Κίνα), παίζοντας μάλιστα στους τελικούς της Lega Basket, αλλά και στην Euroleague με τη φανέλα της Σιένα. Φαινόταν επομένως πιο “ψημένος” στο υψηλό επίπεδο από ότι οι προκάτοχοι του. Και αυτός, πάντως, ακολούθησε το δρόμο της φυγής μετά τα δύο χρόνια του στον Πειραιά, υπογράφοντας συμβόλαιο με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Λεπτομέρεια: ο Χάντερ έχει καταγωγή από τη Λιβερία, κάτι που σημαίνει ότι παίζει ως “Κοτονού” (μια μορφή κοινοτικού για παίκτες από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική) στο ισπανικό πρωτάθλημα (όπου υπάρχει δικαίωμα για συμμετοχή δύο μόνο ξένων). Και αυτό το γεγονός υποχρέωσε τους Μαδριλένους να του δώσουν ένα πολύ υψηλό συμβόλαιο, το οποίο ο Ολυμπιακός δεν θέλησε να ματσάρει.
Επομένως μοιάζει με μανιέρα όλο αυτό: ο Ολυμπιακός ψωνίζει όχι από το πιο ψηλό ράφι,αλλά αναδεικνύει τους αθλητικούς σέντερ, οι οποίοι με τη σειρά τους ανεβάζουν τις μετοχές τους και συνεχίζουν σε άλλο πρωτάθλημα με καλύτερο συμβόλαιο. Και αυτό γιατί βρίσκουν τον κατάλληλο παίκτη, για την κατάλληλη δουλειά, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι στη συνέχεια ο κανόνας λέει ότι οι συγκεκριμένοι παίκτες δεν διατηρούν τα ίδια νούμερα, ή την ίδια αποτελεσματικότητα. Φυσικά σε όλους τους παραπάνω (και όχι μόνο) έχει συντελέσει και η παρουσία του Βασίλη Σπανούλη που τραβώντας πάνω του δυο παίκτες τους βρίσκει ξεμαρκάριστους και αυτοί με τη σειρά τους κάνουν σωστά τη δουλειά τους! Χαρακτηριστικό είναι ότι τα ποσοστά όσων φεύγουν από την…. “αγκαλιά” του Σπανούλη δεν είναι τα ίδια.
Η περίπτωση του Κεμ Μπιρτς, (όπως και οι επόμενες) ωστόσο, ήταν διαφορετική. Για έναν απλό λόγο: ήταν μόλις 24 ετών. Αντίθετα ο Χάντερ και ο Ντάνστον ήρθαν σε μεγαλύτερη ηλικία, έχοντας παίξει σε διάφορα πρωταθλήματα.
Το παραπάνω διαβάζεται κι αλλιώς. Ο Μπιρτς ήταν ένας παίκτης που διαρκώς βελτιωνόταν. Ήταν η πρώτη φορά που παίζει σε σ’ αυτό το επίπεδο. Ήταν ακόμη ένας “μαθητής” που θα βελτιωνόταν συνεχώς. Ενδεχομένως το ίδιο να συνέβαινε και με τον Πάτρικ Γιανγκ, αν δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά. Βέβαια ο Καναδός δεν ολοκλήρωσε το συμβόλαιο του στην ομάδα του Πειραιά αφού του “χτύπησε την πόρτα” το ΝΒΑ και συγκεκριμένα οι Ορλάντο Μάτζικ και φυσικά δεν θα μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια πρόταση άσχετα αν αυτή την στιγμή έχει υποβιβαστεί στην G-League.
Έναν ακόμη παίκτη που δεν πρέπει να αμελλήσουμε είναι αυτός που βρέθηκε στο πλευρό του Χάινς το 2012, και δεν ήταν άλλος από τον Τζόι Ντόρσεϊ. Ο Αμερικανός ψηλός που ήρθε στον Πειραιά τον Ιανουάριο του 2012 έδειξε ένα ασταθές αλλά σε γενικές γραμμές καλό πρόσωπο καθώς ήταν αρκετά καλός στην συνεργασία με τους κοντούς πράγμα που τότε ήταν μόδα και όποιος το κατείχε “είχε στο κεφάλι” του πολλές ομάδες. Με αυτόν φυσικά οι ερυθρόλευκοι κατέκτησαν την Ευρωλίγκα του 2012 ενώ ο ίδιος βγήκε και κορυφαίος αμυντικός στο πρωτάθλημα το οποίο κατέκτησε επίσης. Στους Πειραιώτες έμεινε μέχρι το επόμενο Φθινόπωρο όπου και πήγε στην Μπαρτσελόνα κι μετά στους Ρόκετς έχοντας αφήσει την εντύπωση ενός οξύθυμου χαρακτήρα αλλά παθιασμένου στο παρκέ όταν αγωνίζεται, επιστρέφοντας και πάλι στην Euroleague με την Μπάρτσα χωρίς όμως να κάνει τα παιχνίδια που μας εθχε συνηθίσει, πλέον βρίσκεται στην Τουρκία και την Μπαλκισίρ.
Αυτή την στιγμή αυτός που ακολουθεί και τα πάει εξαιρετικά είναι ο ΜακΛίν. Ο νέος σέντερ έχει δημιουργήσει μια δικιά του σχέση με τον Ολυμπιακό και ταιριάζει άψογα στα “θέλω” του Γιάννη Σφαιρόπουλου. Ο τρόπος μου μάχεται στο παρκέ, ο τρόπος που παίζει το πικ εν ρολ με τους οργανωτές και το ποσό παθιασμένα αγωνίζεται φέρνει στο μυαλό όλων των φίλων των ερυθρόλευκων όλους του παραπάνω. Όμως μένει να τον δούμε και στην συνέχεια αφού εκεί είναι τα δύσκολα καθώς ακολουθούν ο τελικός του κυπέλλου με την ΑΕΚ, οι μάχες τις Ευρωλίγκας αλλά και στο τέλος τα παιχνίδια του πρωταθλήματος που θα κρίνουν τον νικητή του τίτλου.
Τέλος αυτός που προστατεύει το καλάθι του Ολυμπιακού είναι πλέον ο Μιλουτίνοφ των 213 εκατοστών αλλά με ταχύτητα στα πόδια και κατάλληλη, πλέον, υποδομή να υψώνει τα χέρια του αλλοιώνοντας μπάλες και κόβοντας σουτ. Ο νεαρός που μόλις έμπαινε στο παιχνίδι (ή το ξεκινούσε κιόλας) έκανε …δυο φάουλ στις αντίστοιχες πρώτες φάσεις του ματς ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Σιγά-σιγά, άλλωστε, τον μαθαίνουν και οι διαιτητές που πολλές φορές στο παρελθόν τον αδικούσαν.
Κλείνοντας ένα συμπέρασμα βγαίνει. Δεν είναι τυχαίο αυτό που γίνεται με τους ψηλούς του Ολυμπιακού. Αυτοί που ψάχνουν βρίσκουν “λαβράκια “ και δεν το έχουν κάνει μια φορά. Αυτό είναι το δύσκολο, να παίρνεις παίκτες σχεδόν άγνωστους αλλά με ταλέντο και αυτό το ταλέντο να το βγάζεις προς τα έξω και στο τέλος να δημιουργείς σούπερ σταρ που πρωταγωνιστούν.