Η συνέντευξη του Τουρέ

Μεγάλη συνέντευξη παραχώρησε στο ΒΗΜΑgazino o Γιάγια Τουρέ.

Πάμε να δούμε τη συνέντευξη:

– Πώς γίνεται κάποιος να έχει περάσει από τη Μονακό, την Μπαρτσελόνα και την Μάντσεστερ Σίτι, να έχει ζήσει στο Μόντε Κάρλο, στη Βαρκελώνη και στο Μάντσεστερ και να θέλει τόσο να επιστρέψει στην Ελλάδα, σε μια ομάδα για την οποία έχει παίξει μόνο έναν χρόνο;
«Κάθε απόφασή μου την υπαγορεύει το πάθος μου για το ποδόσφαιρο. Παρότι έχω αγωνιστεί σε πολλά μεγάλα πρωταθλήματα, εδώ ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου. Ξέρετε, πάντα θέλω να κερδίζω τίτλους. Θα μπορούσα να είχα διαλέξει να τελειώσω την καριέρα μου στην Ιαπωνία ή στην Κίνα. Αλλά αυτό δεν θα μου αρκούσε. Θέλω να ικανοποιώ το πάθος μου».
– Το 2011, όταν είχες έρθει για το φιλικό ανάμεσα στους φίλους του Ζιντάν και του Ρονάλντο, μας είχες πει ότι θέλεις να τελειώσεις εδώ την καριέρα σου. Λίγοι σε πίστεψαν…
«Πολλές φορές λέω πράγματα και οι άλλοι νομίζουν ότι δεν μιλάω σοβαρά! Κι όμως, εγώ από τότε το είχα σκοπό να επιστρέψω. Νιώθω σαν στο σπίτι μου εδώ. Λυπάμαι που την πρώτη φορά έμεινα μόνο έναν χρόνο. Νιώθω ότι εδώ ξεκίνησε η πραγματική μου καριέρα. Στον Ολυμπιακό άλλαξα νοοτροπία, κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι το κίνητρο να πηγαίνεις πιο ψηλά, πόσο σημαντικό είναι να κερδίζεις. Εδώ πήρα τον πρώτο μου τίτλο. Η φιλοσοφία της ομάδας με σημάδεψε. Εμαθα να είμαι πρωταθλητής. Λυπάμαι πολύ που πέρυσι ο Ολυμπιακός τερμάτισε τρίτος – στο ποδόσφαιρο βέβαια όλα μπορούν να συμβούν, αλλά γύρισα για να τον βοηθήσω να ξανανέβει στην κορυφή. Είναι ωραία ευκαιρία.  Εκείνο το βράδυ πάντως, στο φιλικό με τους φίλους του Ρονάλντο και του Ζιντάν, ενώ όλοι χαίρονταν γιατί έβλεπαν μεγάλους παίκτες, εγώ χάρηκα γιατί ξαναβρέθηκα στο «Καραϊσκάκης» και άκουσα ξανά τον κόσμο να φωνάζει το όνομά μου. Μιλούσα πολύ σοβαρά τότε – σας διαβεβαιώνω».
– Πώς βρήκες την ομάδα στην επιστροφή;
«Εξαιρετική. Εχει σπουδαίους παίκτες, έναν προπονητή που δουλεύει πολύ, υπέροχες εγκαταστάσεις. Χαίρομαι που όλα τα βρήκα καλύτερα».
– Τον ποδοσφαιριστή Τουρέ τον ξέρουμε καλά, τον άνθρωπο λιγότερο. Πάντα πίστευα, π.χ., ότι υπάρχει μια τεράστια οικογένεια Τουρέ, όπου όλοι παίζουν ποδόσφαιρο και είναι σπουδαίοι αθλητές…
«Οχι, όχι. Εχω έναν αδελφό που έπαιξε σε τοπ επίπεδο και είναι σήμερα βοηθός προπονητή στη Σέλτικ και είχα έναν αδελφό που έχασα. Ημασταν μια ήσυχη οικογένεια, δεν έχω να σας διηγηθώ παράξενες ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μας μάς έλεγε ότι πρέπει να είμαστε πρώτοι και να μην ανεχόμαστε την ήττα, κι αυτό σίγουρα με επηρέασε πολύ. Μπορείς και να χάνεις, μου έλεγε, αλλά ποτέ ντροπιαστικά. Πάντα με αξιοπρέπεια, πάντα παλεύοντας».
– Μου κάνει εντύπωση που λες πως εδώ έμαθες την τέχνη του πρωταθλητισμού. Οταν είχες έρθει μικρός, φαινόσουν ήδη έτοιμος. Θυμάμαι ένα φιλικό με τη Βαλένθια εκείνο το καλοκαίρι που μας έκανε να αναρωτηθούμε πού σε βρήκε ο Ολυμπιακός.
«Δούλευα πάντα πολύ. Οταν ήρθα στην Ελλάδα και απέκτησα την καλή σχέση με τη διοίκηση της ομάδας αλλά και τον κόσμο, κατάλαβα ότι θα κάνω πολλά. Δυνάμωσα. Εμαθα πολλά και στην Ουκρανία, αλλά εδώ ήταν αλλιώς. Μετά ένιωθα πολύ σίγουρος. Και στη Μονακό και στην Μπαρτσελόνα πήγα έτοιμος. Τα επόμενα βήματα ήταν ταχύτατα. Καταιγιστικά. Τα τρία χρόνια στην Μπαρτσελόνα δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασαν».
– Με τους προπονητές σου τι σχέση είχες; Διαβάζαμε, παραδείγματος χάριν, συχνά για καβγάδες και δυσκολίες όταν δούλευες με τον Πεπ Γκουαρντιόλα.
«Μη μου ζητάτε να μιλήσω για αυτόν. Δεν έχω διάθεση να πω τίποτε παραπάνω – ανήκει στο παρελθόν. Εχω συνεργαστεί με πολλούς καλούς προπονητές. Ας πούμε ότι σήμερα στον Ολυμπιακό έχω έναν εξαιρετικό προπονητή – αυτό μετράει. Τον εκτιμώ πολύ γιατί είναι ήρεμος και εξηγεί στην ομάδα τι θέλει. Μου θυμίζει προπονητές σπουδαίους που είχα, όπως τον Πελεγκρίνι και τον Μαντσίνι, ανθρώπους ήρεμους και πολύ συμπαθείς. Για αυτούς θέλω να μιλάω».
– Ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από την Ελλάδα τώρα που επέστρεψες ύστερα από χρόνια; Πώς τη βλέπεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο;
«Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική δεν με ενδιαφέρει. Οσο ήμουν στην Αγγλία άκουγα πολλά για την ελληνική κρίση, ξέρω ότι υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά αυτό νομίζω ότι ισχύει πια για ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι μια υπέροχη χώρα για να ζεις και θα τα καταφέρει. Οι Ελληνες είναι φιλόξενοι και μου αρέσει που κάνουν ό,τι μπορούν για τους ανθρώπους που αγαπούν. Αυτό δεν το βρίσκεις παντού κι αυτό είναι για μένα πραγματική πολιτική. Την πρώτη μου εντύπωση πάντως θα τη χαρακτήριζα υπέροχη, γιατί η πρώτη εικόνα που θυμάμαι είναι η γιορτή των οπαδών που με υποδέχθηκαν. Ηταν καταπληκτικό».
– Υπάρχουν γεγονότα της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής που παρακολουθείς και σε επηρεάζουν;
«Οχι, παρακολουθώ ελάχιστα πράγματα. Κοιτάξτε, η ζωή ενός ποδοσφαιριστή προϋποθέτει πλήρη αφοσίωση σε αυτό που κάνει: είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο δεν μπορείς παρά να είσαι ποδοσφαιριστής. Το μυαλό μου είναι στο ποδόσφαιρο. Φυσικά γνωρίζω ότι στον κόσμο όλον υπάρχουν προβλήματα – και στην πατρίδα μου φυσικά. Κι έπειτα ομολογώ ότι είμαι άνθρωπος που πιστεύει πολύ στον Θεό. Πιστεύω ότι ο Θεός με βοήθησε, ανταποδίδω την ευλογία του προσπαθώντας να είμαι όσο πιο καλός ποδοσφαιριστής μπορώ. Νιώθω τη δύναμη που μου έδωσε».
– Πώς περνά τον ελεύθερο χρόνο του ένας ποδοσφαιριστής σαν τον Τουρέ; Διαβάζεις βιβλία;
«Λίγα. Δεν έχω αγαπημένο συγγραφέα, αν αυτό με ρωτάτε. Κυρίως βλέπω ταινίες, παρακολουθώ τηλεόραση και ξέρετε κάτι; Θέλω να χαλαρώνω όσο μπορώ, να μην ξοδεύομαι πια. Και να κοιμάμαι ήρεμος».
– Τι ταινίες σού αρέσουν;
«Θρίλερ και περιπέτειες. Μου αρέσουν ο Ντένζελ Ουάσιγκτον, ο Ιντρις Ελμπα, ο Τομ Κρουζ. Και οι ταινίες τρόμου. Σας μοιάζω για άνθρωπος που θα έβλεπε αισθηματικές κομεντί;».
– Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς ποδόσφαιρο;
«Θα πω κάτι που ίσως φανεί παράξενο, για να καταλάβετε το πάθος μου: βλέπω σχεδόν όλα τα δικά μου ματς στην τηλεόραση και τα αναλύω. Βλέπω τι κάνω, πώς έπαιξα, εντοπίζω τα λάθη μου. Το κάνω μόνος μου. Πιστεύω πως είναι ένας απλός και εύκολος τρόπος για να βελτιωθεί κανείς. Και επίσης βλέπω πολύ ποδόσφαιρο στον ελεύθερο χρόνο μου. Ηξερα πολύ καλά όλες τις ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ όλα αυτά τα χρόνια. Χαιρόμουν να τις παρακολουθώ, να τις μαθαίνω».
– Μου κάνει εντύπωση που το λες αυτό. Οι πιο πολλοί παίκτες, ειδικά από μια ηλικία και μετά, δεν το κάνουν αυτό. Μπουχτίζουν από το πολύ ποδόσφαιρο.
«Το λατρεύω το ποδόσφαιρο. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός και μου έκαναν χριστουγεννιάτικο δώρο μια μπάλα, ένιωσα ευτυχισμένος. Αυτό εξελίχθηκε σε πάθος και μετά σε δουλειά και μετά στην ίδια τη ζωή μου. Δεν μπορώ χωρίς αυτό. Δεν έχω άλλα πάθη. Αγαπάω φυσικά πολύ την οικογένειά μου και τον Θεό, αλλά το ποδόσφαιρο είναι για μένα τα πάντα. Νομίζω ότι για να πετύχεις ως ποδοσφαιριστής, αυτό το πάθος είναι απαραίτητο – μπορεί να σου πάρει ένα, δύο, τρία χρόνια για να καθιερωθείς, αλλά θα τα καταφέρεις μόνο αν το έχεις σαν στόχο. Ακόμα κι όταν σταματήσω το ποδόσφαιρο, ό,τι και να κάνω θα έχει σχέση με το συγκεκριμένο άθλημα».
– Μπορεί να σε δούμε και προπονητή ύστερα από κάποια χρόνια;
«Είμαι ακόμη νέος για κάτι τέτοιο! Μπορεί και να συμβεί, αλλά θα μπορούσα επίσης να γίνω παράγοντας σε μια ομάδα, να έχω έναν ενεργό διοικητικό ρόλο. Δεν ξέρω. Αν πάντως έκανα ποτέ τη δουλειά του προπονητή, θα πίεζα μια ομάδα να γίνει καλύτερη, θα την πίεζα πολύ. Θέλω η ομάδα να βελτιώνεται συνεχώς. Θέλω η ομάδα να εξελίσσεται. Να γίνεται όλο και πιο γνωστή στον κόσμο, να μη σταματάει. Αυτά που απαιτώ από τον εαυτό μου θα τα απαιτούσα και από την ομάδα».
– Ο προπονητής Τουρέ τι θα έλεγε στον Γιάγια Τουρέ αν τον είχε παίκτη;
«Θα του έλεγε να μη σταματάει να δουλεύει, να μην πάψει να έχει φιλοδοξίες, να συνεχίσει να ξεπερνά τα όριά του. Θα του έλεγε «Γιάγια, πρέπει να παίζεις σε όλα τα ματς. Να είσαι πάντα βασικός. Δεν είσαι για λίγα ματς εσύ – είσαι για όλα και πρέπει να είσαι πάντα χρήσιμος». Αν με ρωτούσαν για τον Τουρέ, θα έλεγα ότι τον Τουρέ δεν τον καταλαβαίνεις στις προπονήσεις, τον βλέπεις στον αγωνιστικό χώρο, στη διάρκεια του ματς. Στα ματς καταλαβαίνεις όλους τους ποδοσφαιριστές. Βλέποντας τον τρόπο που κινούνται, τη σχέση που αναπτύσσουν με την μπάλα, το πώς αντιμετωπίζουν τον αντίπαλο, όλα αυτά».
– Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου. Ας πούμε με τρεις λέξεις.
«Εργατικό, νικητή και άνθρωπο που αγαπάει τις προκλήσεις. Είπα πιο πολλές από τρεις, αλλά σας κάλυψα».
– Υπάρχει κάτι για το οποίο καμαρώνεις;
«Ναι. Καμαρώνω για την οικογένειά μου. Εχω μια πολύ ισορροπημένη οικογένεια. Είμαι τυχερός γιατί η γυναίκα μου ασχολείται με όλα – φυσικά, κυρίως με τα παιδιά. Ετσι μπορώ να είμαι αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η καριέρα του ποδοσφαιριστή κρατάει λίγο. Οταν τελειώσει η δική μου επαγγελματική πορεία, θα ασχοληθώ περισσότερο με τα παιδιά μου. Ευτυχώς όλοι στην οικογένεια δείχνουν κατανόηση».
– Εχεις συνεργαστεί με μεγάλους παίκτες και προπονητές, αλλά εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω και για τη σχέση σου με τα «αφεντικά» σου – τους ιδιοκτήτες των ομάδων για τις οποίες αγωνίστηκες. Παίζει ρόλο το πώς σε προσεγγίζουν; Ή δεν σε ενδιαφέρει αυτό;
«Ολα με ενδιαφέρουν προτού αποφασίσω κάτι. Με ενδιαφέρουν η νοοτροπία του συλλόγου και οι φιλοδοξίες του, και αυτά συχνά εξαρτώνται από το ποιος διοικεί τον σύλλογο. Στο ποδόσφαιρο βέβαια όλοι θέλουν να κερδίζουν, αλλά το πετυχαίνουν ευκολότερα όσοι έχουν τη σωστή νοοτροπία, όσοι ξέρουν την αξία της σκληρής δουλειάς, όσοι μπορούν να δώσουν στους παίκτες να καταλάβουν πού βρίσκονται. Φυσικά, επειδή είμαι πια φτασμένος ποδοσφαιριστής, μπορώ κι εγώ να βοηθήσω σε αυτό. Να κάνω κατανοητή την αξία της σωστής νοοτροπίας στα πιο νέα παιδιά, για παράδειγμα».
– Ηταν δύσκολη η διαπραγμάτευση με τον κ. Μαρινάκη; Υπήρχε μια μαγική λέξη που σου είπε και σε έπεισε;
«Το πιο σημαντικό για μένα ήταν να μιλήσω με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού και να ακούσω ότι με θέλει να γυρίσω στην ομάδα και να κάνουμε τη διαφορά. Κατάλαβα ότι θα συμφωνούσαμε γρήγορα. Kοιτάξτε, ήταν μάλλον πιο σημαντικό για μένα να μιλήσω μαζί του από ό,τι για αυτόν το να μιλήσει με μένα. Εγώ γνώριζα την ομάδα, ήξερα πού ήθελα να επιστρέψω. Ηθελα από την αρχή να του καταστήσω σαφές ότι δεν θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα για να κάνω διακοπές ή για να περάσω ήσυχα χρόνια: θέλω τίτλους, έχω στόχους, νιώθω ότι κάτι χρωστάω γιατί έμεινα την προηγούμενη φορά μόλις έναν χρόνο. Ξέρω ότι πολλοί λένε πως πλέον είμαι μεγάλος, έχω περάσει τα 30 και ίσως με αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Αλλά θα σας πω κάτι: η πιο σημαντική μεταγραφή που έγινε εφέτος στην Ευρώπη είναι η μεταγραφή του Κριστιάνο Ρονάλντο, ενός παίκτη που είναι 33 χρόνων. Αφησε τη Ρεάλ για τη Γιουβέντους γιατί έχει φιλοδοξίες – θέλει να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ με έναν άλλον σύλλογο. Και εγώ ήθελα να έρθω εδώ για να βοηθήσω τον σύλλογο να επιστρέψει στην κορυφή. Δεν μπορούμε βέβαια να κερδίσουμε το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά έχουμε τη δική μας σπουδαία αποστολή. Να κερδίσουμε το Europa League και το ελληνικό πρωτάθλημα».
– Μίλησες με πολύ κολακευτικά λόγια για τον Ρονάλντο – εμένα μου αρέσει πολύ ο Κριστιάνο και χαίρομαι που η μεταγραφή του υπογράφηκε στην Ελλάδα και στο Κόστα Ναβαρίνο.
«Παντού υπάρχει η Ελλάδα! Εκανε καλή επιλογή ο Κριστιάνο πάντως».
– Ποιος είναι ο καλύτερος συμπαίκτης που είχες μέχρι τώρα;
«Ολοι οι παίκτες με τους οποίους συναγωνίστηκα είναι για μένα σπουδαίοι. Ελπίζω το ίδιο να πιστεύουν και εκείνοι για μένα».
– Οταν είχες έρθει, πριν από πολλά χρόνια, μου είχες πει σε μια συνέντευξη ότι στο ποδόσφαιρο το όνειρο γίνεται πραγματικότητα όταν υπάρχει 95% δουλειά και 5% τύχη. Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας;

«Καλά δεν έχει πάει η καριέρα μου; Είναι η απόδειξη πως σίγουρα είχα δίκιο! Η δουλειά είναι πάνω από όλα. Συμφωνούμε και με τον πρόεδρο σε αυτό. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Είδατε που πρέπει να πιστεύετε όσα σας λέω;».
Exit mobile version